του Αλέξανδρου Οικονόμου
Μέσ ΄ στο ανήλιο καταγώγι
το νιο κορίτσι δε γελά,
τα έχει με τη μαύρη μοίρα,
γι ΄ αυτό ποτέ της δε μιλά.
Βλέπει την άθλια ζωή της
με ένα πρόσωπο σκληρό,
η γλύκα κι ΄ η απαντοχή της
να μην της δίνουν ούτε νερό.
Κυλά η ζωή της στο υπόγειο
χωρίς ελπίδα για ζωή,
έχει να θρέψει το παιδί της
και το Θεό παρακαλεί.
Δίνε μου δύναμη Θεέ μου
και ας είμαι μεσ ΄ την κόλαση,
πώς θα ξεφύγω απ ΄ τα δεσμά μου
πότε θα βρω μιαν όαση.
Αναρωτιέται κάθε μέρα
και κλαίει απαρηγόρητα,
γιατί την ξέχασε ο Πλάστης
μεσ ΄ της ζωής τ ΄ απόβλητα.
Από το κλάμα το γοερό της
δύο Αγγέλοι κίνησαν,
να πάρουν μ ΄ εντολή Εκείνου
την «πόρνη» της οδού Ικτίνου.